- έπαγρος
- ἔπαγρος, -ον (Α)1. ο ικανός στο κυνήγι, αγρευτικός (Ησύχ.)2. ο τυχερός στο κυνήγι (Ησύχ.)3. άγριος (Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άγρα «κυνήγι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔπαγρος — in quest of prey masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπαγρον — ἔπαγρος in quest of prey masc/fem acc sg ἔπαγρος in quest of prey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπαγροι — ἔπαγρος in quest of prey masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)